- βύσσης
- βύσσαbirdfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βύσσας, δήμος — Νέος δήμος (8.184 κάτ.) του νομού Έβρου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Καβύλης, Καστανεών, Νέας Βύσσης, Ριζίων και Στέρνας. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Νέα Βύσσα … Dictionary of Greek